Dizionario Aragonés - Castellán. 2015.
οδοντολοξία — η η ακανόνιστη έκφυση τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ontoloxia < ὀδούς, ὀδόντος + λοξός] … Dictionary of Greek